Dictionary of Greek. 2013.
καβγαδάκι — και καυγαδάκι, το υποκορ. τού καβγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβγάς (πληθ. καβγάδες) + υποκορ. κατάλ. άκι (πρβλ. γιακαδ άκι, κουβαδ άκι)] … Dictionary of Greek